Για την οικονομική κρίση στην Ελλάδα έχουν γραφτεί άπειρα άρθρα. Για το γεγονός οτι η κρίση δεν είναι μόνο οικονομική αλλά και κρίση θεσμών, αξιών, προτύπων επίσης. Αναρίθμητα επίσης τα κείμενα για το οτι πρέπει να αλλάξουμε νοοτροπία και να αναζητήσουμε το συμφέρον μας μέσα απο πρακτικές που ωφελούν όλους. Συμφωνώ απόλυτα με όλα τα παραπάνω και είμαι απο αυτούς που σημειώνουν την νοοτροπία ως το κυριότερο αίτιο που μας έφερε ως εδώ αλλά και ταυτόχρονα ως το φάρμακο που θα μας βγάλει απο αυτήν. Γιατί τελικά στην ζωή, όλοι τα ίδια πράγματα θέλουμε αλλά αυτό που μας κάνει ξεχωριστούς είναι ο τρόπος με τον οποίο αγωνιζόμαστε για να τα αποκτήσουμε.
Α) Ο πρώτος άξονας έχει να κάνει με την τα αποτελέσματα της συμπεριφοράς μας προς τους άλλους. Περιγράφεται τέλεια με την, γνωστή πλέον σε όλους, φράση «Ο Ολυμπιακός και το Αιγάλεω να κερδίζουν και όλοι οι άλλοι να παν να γαμηθούνε». Κοινώς, εγώ να τα πηγαίνω καλά (και η οικογένειά μου) και ας κοστίζει αυτή η συμπεριφορά μου στον διπλανό μου ο οποίος δεν μου φταίει σε τίποτα.
Β) ο δεύτερος άξονας έχει να κάνει με τα αποτελέσματα αυτής της συμπεριφοράς μας ως προς τον ίδιο μας τον εαυτό. Αφού εξασκήσουμε το προαναφερθέν ρητό, είτε μπαίνοντας στο Δημόσιο με βύσμα στερώντας την θέση μας σε κάποιον αξιότερο, είτε καλύπτοντας θέσεις στο Δημόσιο που δεν χρειάζονται αδιαφορώντας για το αν μπορούν οι συμπολίτες μας να μας πληρώσουν, είτε φοροδιαφεύγοντας ξέρωντας οτι θα πληρώσουν κάποιοι άλλοι έντιμοι παραπάνω για να καλύψουν τις κουτσουλιές μας και πολλά άλλα, προσπαθούμε να ηθικοποιήσουμε την παρανομία μας, δικαιολογώντας την πάση θυσία στον εαυτό μας αλλά και στους γύρω μας με ασόβαρα επιχειρήματα, διότι κατα βάθος κάθε άνθρωπος θέλει να τα έχει καλά με τον εαυτό του για να μπορέσει να κοιμηθεί ήσυχος το βράδυ και να αισθάνεται εντάξει απέναντι στους άλλους.
Γ) Ο τρίτος άξονας είναι το επόμενο βήμα μετά την ηθικοποίηση της παρανομίας μας. Αυτό εκδηλώνεται ως μια εκνευριστική στασιμότητα του εσωτερικού μας κόσμου. Ναι μεν το έχουμε «δικαιολογήσει» στον εαυτό μας αλλά ξέρουμε, κατα βάθος, οτι κάτι δεν πάει καλά. Ξέρουμε οτι θα θέλαμε να ήταν αλλιώς τα πράγματα, αλλά δεν γνωρίζουμε τι να κάνουμε, η γνωρίζουμε τι να κάνουμε, αλλά διστάζουμε να αλλάξουμε γιατί το θεωρούμε δύσκολο και συνεχίζουμε να «παρανομούμε» και να ηθικοποιούμε την κάθε «παρανομία» μας ανεχόμενοι τα χάλια της κοινωνίας στην οποία ζούμε, αλλά και τα χάλια του εαυτού μας.
Και κάπου εκεί σταματά η ανάλυση. Κανένας δεν ασχολείται σοβαρά για το πως διαμορφώθηκε αυτή η νοοτροπία. Λες και αυτή εμφανίστηκε μια ωραία πρωία και κυρίεψε τον εσωτερικό μας κόσμο, αλλάζοντάς μας εν μια νυκτί. Ε λοιπόν, εγώ δεν μπορώ να εθελοτυφλώ και να κοροιδεύω τον εαυτό μου όταν το πρόβλημα είναι ακριβώς μπροστά μου και το παρατηρώ παντού.
Θα διαφωνήσει κανείς οτι η νοοτροπία των συνανθρώπων μας που μας ταλαιπωρεί αλλά και η δική μας που ταλαιπωρεί αυτούς, δημιουργήθηκε με τις ευλογίες της ελληνικής οικογένειας; Θα διαφωνήσει κανείς οτι το «πρότυπο φούσκα» της ελληνικής οικογένειας, είναι υπεύθυνο για την διαμόρφωση αυτής της κουλτούρας που αναλύθηκε στους παραπάνω τρεις άξονες;
Το θέμα είναι τεράστιο και δεν μπορεί να αναλυθεί σε ένα άρθρο. Η ουσία είναι μια. Η γενιά του Πολυτεχνείου είχε δυο χαρακτηριστικά τα οποία, στα μάτια μου, την «σημαδεύουν».
Πρώτον, κανένας γονέας δεν ήθελε να περάσουν τα παιδιά του αυτά που πέρασε ο ίδιος. Αυτό με μια πρώτη ματιά είναι θεμιτό. Το κακό είναι οτι αυτό έπρεπε να γίνει με κάθε κόστος! Δεν τον ενδιέφερε τι ήθελε το παιδί, έπρεπε αυτός να αισθάνεται καλύτερα.
Δεύτερον, υπάρχει έντονος, πέρα του δέοντως, ανταγωνισμός μεταξύ των μελών αυτής της Γενιάς. Το καταλαβαίνεις απο τον τρόπο που μιλάει ο ένας στον άλλον για το παιδί του- σε ποιό Πανεπιστήμιο μπήκε, πόσες γλώσσες ξέρει, πόσο δύσκολα ήταν τα πράγματα αλλά το παιδί του ήταν έξυπνο κλπ. Το καταλαβαίνεις απο το πως τσακώνονται για το ποιός θα πληρώσει τον λογαριασμό – κανένας δεν δέχεται να κεραστεί απο τους φίλους του σε εκνευριστικό βαθμό! Το καταλαβαίνεις απο τα αστεία που λέει ο ένας για τον άλλον και τα υπονοούμενα που τα συνοδεύουν. Απο τον εγωισμό και την αδυναμία του καθενός να δεχτεί σε μια συζήτηση ένα επιχείρημα που αποτρέπει τον δικό του ισχυρισμό, διοτι έτσι θα παραδεχτεί εμμέσως πλην σαφώς οτι έκανε λάθος - και ο Έλληνας έχει την τάση να μην παραδέχεται ποτέ οτι έκανε λάθος! Απο τις φωνές που βάζει για να προσπαθήσει να επιβάλλει την άποψή του. Απο τις αναρίθμητες περιπτώσεις στις οποίες η οποιαδήποτε κουβέντα μεταξύ των «παιδιών του Πολυτεχνείου» καταλήγει να είναι της μορφής «ποιός την έχει πιο μεγάλη».
Αυτά τα δυο χαρακτηριστικά ήταν ότι πιο καταστροφικό για την δική μου γενιά, την γενιά των σημερινών 30άρηδων, την «Γενιά του Μνημονίου», καθώς οι «μάγκες» και οι «μάγκισες» του Πολυτεχνείου ξεπέρασαν το μέτρο που πρέπει να κρατά ένας γονέας απέναντι στο παιδί του οταν το μεγαλώνει. Λόγω της φαινομενικά καλής πρόθεσης των γονέων να μην αφήσουν τα παιδιά τους, με κάθε κόστος, να περάσουν αυτά που πέρασαν εκείνοι, και του υπέρμετρου ανταγωνισμού του κάθε σπιτικού με τα γειτονικά, η ελληνική οικογένεια δεν δίδαξε ποτέ αξίες όπως η ατομική πρωτοβουλία, η πίστη ενός ατόμου στις δυνάμεις του, η αξία του να πάρεις ένα ρίσκο αν πιστεύεις οτι αξίζει, η σημασία του να κάνεις λάθη και να μαθαίνεις απο αυτά, η σημασία του να τρως «κατραπακιές» απο την ζωή και να σηκώνεσαι ξανά πιο δυνατός, η σημασία του να τα έχεις καλά με τον εαυτό σου, να κυνηγάς τα όνειρά σου και να επικροτείς τις επιτυχίες των άλλων. Αντιθέτως, η Γενιά του Πολυτεχνείου «καπάρωσε» τα όνειρα και τις επιθυμίες των παιδιών της με έναν υπέρμετρο προστατευτισμό, συνοδευόμενο με μια καλλιέργεια φοβικών συναισθημάτων με τελικό στόχο να τα αποτρέψουν απο το ρίσκο, να τα κρατούν «απο κοντά» για να αισθάνονται οι ίδιοι «ασφαλείς» και να δείχνουν ένα «καλό πρόσωπο» στην κοινωνία. Γίναμε «μαμόθρεφτα» και αυτός ο μαμοθρεφτισμός δεν ήταν, μάλλον ευτυχώς, αποτέλεσμα των δικών μας πράξεων, αλλά στην ουσία «επιβλήθηκε» απο τον μέσο Έλληνα γονέα. «Πρέπει να συμβιβαστείς» λέγανε όλοι... και όσοι συνομίληκοι πάλεψαν για να αντισταθούν σε αυτόν τον «επιβαλλόμενο μαμοθρεφτισμό» ξέρουν πολύ καλά τι αγώνα έδωσαν για να υπερασπιστούν το δικαίωμα του «να επιλέγουν οι ίδιοι τι ζωή να κάνουν».
Πότε ήταν η τελευταία φορά που συζητήσατε με τους δικούς σας για ένα σοβάρο θέμα και ανταλλάξατε σοβαρά επιχειρήματα σε ήρεμο κλίμα τα οποία ωφέλησαν και τις δυο πλευρές; Πότε πραγματικά νιώσατε ελεύθεροι να διαμορφώσετε το μέλλον σας χωρίς να αισθάνεστε πιέσεις απο το οικογενειακό σας περιβάλλον; Πότε νιώσατε οτι οι γονείς σας είναι κατάλληλοι λόγω της μόρφωσής τους και της νοοτροπίας τους να σας συμβουλέψουν σωστά για ένα θέμα που σας απασχολεί; Τολμώ να μαντέψω οτι λίγες ήταν αυτές οι οικογένειες που επέτρεψαν ένα τέτοιο κλίμα να αναπτυχθεί διότι το κλίμα αυτό προϋποθέτει απο όλα τα μέλη της οικογένειας και μια παιδεία , η οποία είναι απούσα απο τα περισσότερα ελληνικά σπίτια.
Η μόνη άμυνα που μπορούσε να χτίσει ένας συνομίλικος στην εφηβική ηλικία απέναντι σε τέτοια σύνδρομα και χρακτηριστικά, ήταν ο καλός δάσκαλος στο σχολείο. Είναι άλλο θέμα αυτό, αλλά εδώ θα αρκεστώ να πω οτι, δε πα να σκίζεται η Διαμαντοπούλου στο Υπουργείο Παιδείας για βιβλία και συγχωνεύσεις σχολείων, η μεγαλύτερη τρύπα του σχολείου ήταν, είναι και θα είναι η έλλειψη συζήτησης δασκάλων με μαθητές για κοινωνικά θέματα που τους αφορούν άμεσα. Και αυτό διότι στα περισσότερα σπίτια οι γονείς είτε δεν μπορούν να κάνουν μια σοβαρή και ήρεμη συζήτηση, είτε δεν έχουν τις γνώσεις για να προσεγγίσουν ένα θέμα με την απαιτούμενη ανάλυση, οπότε το παιδί δεν μπορεί να πάρει απαντήσεις σε θέματα που το ενδιαφέρει. Έτσι ο δάσκαλος ουσιαστικά είναι σαν δεύτερος γονέας για αυτούς τους μαθητές. Αλλά και να ήταν οι γονείς σε θέση να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του παιδιού τους, υπάρχει πάντα η έμφυτη τάση του να ζητάει και μια «δεύτερη γνώμη», έξω απο το οικογενειακό περιβάλλον. Με τέτοιους δασκάλους που είχαμε, «η άμυνα» έμπαζε απο παντού και το παιδί στην κυριολεξία έφτανε στην εφηβική ηλικία απροστάτευτο, χωρίς σαφή προσανατολισμό και γεμάτο ερωτήματα. Ερωτήματα που δεν μπορούν να τα απαντήσουν οι γονείς του ( σε επόμενο άρθρο θα εξηγήσω) λόγω του μοναδικού και ανεπανάληπτου χάσματος που υπάρχει σήμερα μεταξύ των δυο γενεών, δηλαδή των γενεών του «Πολυτεχνείου» και του «Μνημονίου».
Η πηγή δημιουργίας της ελληνικής νοοτροπίας δεν είναι λοιπόν κάτι που πρέπει να μας ξενίζει. Η ελληνική κοινωνία είναι κοινωνία «χαμηλής εμπιστοσύνης» και αυτό καλλιεργήθηκε και καλλιεργείται ακόμη και σήμερα μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον. Το σύνολο των συμπεριφορών αυτών που εκδηλώνονται ξεχωριστά σε κάθε οικογένεια είναι αυτό που έχει δημιουργήσει το σημερινό «κλίμα», την περίφημη «ελληνική νοοτροπία». Λυπάμαι που το λέω, θα ακουστώ υπερβολικός και εμπαθής, αλλά η ελληνική οικογένεια όπως εκφράστηκε απο την Γενιά του Πολυτεχνείου αποτελεί για εμένα παράδειγμα προς αποφυγήν. Διότι τελικά, η Πολιτική και η Οικονομία είναι πρωτίστως Κοινωνικές Επιστήμες και βασίζονται στην συμπεριφορά του ατόμου μέσα στο σύνολο. Και ξέρουμε πλέον μετά απο 35 χρόνια Μεταπολίτευσης οτι εδώ που φτάσαμε μας οδήγησαν ανθρώπινες συμπεριφορές που εκφράστηκαν απο την πλειοψηφεία του Ελληνικού Λαού και καλλιεργήθηκαν μέσα σε κάθε σπίτι.
Τι κάνουμε λοιπόν εμείς οι νέοι; Όπως εξήγησα και πιο πάνω, πιστεύω οτι ο μαμοθρεφτισμός που μας διακατέχει, ευτυχώς μας επιβλήθηκε και δεν ήταν αποτέλεσμα προσωπικής επιλογής του καθενός ( γιατί αν έγινε απο επιλογή, ζήτω που καήκαμε). Δεν έχει σημασία αν μένουν οι περισσότεροι νέοι σε ηλικία 30 και 35 ετών με τους δικούς τους και δεν μπορούν να ξεφύγουν λόγω οικονομικών αδυναμιών. Το θέμα είναι η νοοτροπία. Να καταλάβουμε πρώτα εμείς οτι η ζωή είναι μια ζούγκλα στην οποία ο καθένας πρέπει να πάρει το δικό του μαχαίρι και να χαράξει το δικό του μονοπάτι κόβοντας τα φυτά που μπλοκάρουν το διάβα του και αντιμετωπίζοντας τα εμπόδια που θα βρεθούν στο δρόμο του, και οχι να ανέχονται τη μαμά και τον μπαμπά να κόβουν εκείνοι για λογαριασμό τους με τους ίδιους να μένουν «απλοί παρατηρητές». Η έξοδος απο την κρίση, δεν απαιτεί να κάνουμε γυαλιά καρφιά την Πατησίων και το Σύνταγμα, ούτε να γκρεμίσουμε την Βουλή των Ελλήνων. Απαιτεί να πάρουμε την κατάσταση της ζωή μας στα χέρια μας, να ακούσουμε τις φωνές μέσα μας, να αναλάβουμε τις ευθύνες μας, να κυνηγήσουμε τα ονειρά μας, να δράσουμε! Διοτι τελικά είναι στη φύση του ανθρώπου να ικανοποιεί την περιέργειά του, να κυνηγά τα όνειρά του, να συναναστρέφεται με άλλους και να ολοκληρώνεται βρίσκοντας τον επιθυμητό του ρόλο μέσα στην κοινωνία αισθανόμενος ταυτόχρονα πραγματικά χρήσιμος πολίτης. Όσοι επιμένουν να μην λύνουν τις εσωτερικές, πνευματικές τους απορίες ξέρουν πολύ καλά οι ίδιοι πόσο βασανίζονται και γιατί βασανίζονται. Το διαπιστώνουμε και εμείς σήμερα. Και για να δώσουμε τέλος στο βάσανό μας απαιτείται να κοιτάξουμε τους γονείς μας κατάματα και να φωνάξουμε δυνατά:
«Δώστε μου το μαχαίρι μου τώρα, για να μη χεστούμε!»
No comments:
Post a Comment